λαγονοβουβωνικός

λαγονοβουβωνικός
-ή, -ό
ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στη βουβωνική χώρα ταυτόχρονα (α. «λαγονοβουβωνικές χώρες» β. «λαγονοβουβωνικό νεύρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, -όνος + βουβωνικός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ilioinguinal (nerve)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”